σταμνάκι

σταμνάκι
το, Ν [στάμνα]
μικρή στάμνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σταμνάκι — το μικρή στάμνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βικί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 99 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στα βόρεια παράλια του νησιού και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρδαμύλων του νομού Χίου. * * * το (AM βικίον, Μ και βίκιον) σταμνάκι με ένα ή δύο χερούλια μσν. νεοελλ. γυάλινο ή… …   Dictionary of Greek

  • κάλπιον — κάλπιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού κάλπη) μικρή υδρία, σταμνάκι …   Dictionary of Greek

  • κουμνίν — κουμνίν, τὸ (Μ) μικρό πήλινο δοχείο, σταμνάκι …   Dictionary of Greek

  • κρωσσίον — κρωσσίον, τὸ (Α) [κρωσσός] σταμνάκι, σταμνί, λαγήνι …   Dictionary of Greek

  • λαγήνι — και λαγύνι και λαήνι, το (AM λαγήνιον, Α και λαγύνιον, Μ και λαγήνιν) νεοελλ. μσν. δοχείο πήλινο, γυάλινο ή και μετάλλινο για τοποθέτηση υγρών και ιδίως νερού, υδρία, στάμνα μσν. μονάδα μέτρησης υγρών αρχ. (υποκορ. τού λάγηνος) μικρό δοχείο,… …   Dictionary of Greek

  • λαγηνάκι — το (Μ λαγηνάκι) [λαγήνι] μικρό λαγήνι, σταμνάκι, κανάτι νεοελλ. κοινή ονομασία ενός είδους τού φυτού αριστολόχια …   Dictionary of Greek

  • σταμνάριον — τὸ, Α [στάμνος] σταμνάκι …   Dictionary of Greek

  • σταμνί — το / σταμνίον, ΝΜΑ, και σταμνίν Μ [στάμνος / στάμνα] μικρή στάμνα, σταμνάκι νεοελλ. στάμνα αρχ. ουροδοχείο …   Dictionary of Greek

  • σταμνίσκος — ὁ, Α [στάμνος] σταμνάκι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”